- σφαιρικῶν
- σφαιρικόςglobularfem gen plσφαιρικόςglobularmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
μικροκοκκώδη — τα (μικρβλ.) τάξη μη σπορογόνων σφαιρικών ευβακτηρίων, μοναχικών ή ομαδοποιημένων, στην οποία ανήκουν οι κόκκοι παλαιότερων ταξινομήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. micrococcales (βλ. μικρ[ο] ). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ.… … Dictionary of Greek
μικρόκοκκος — ο (μικρβλ.) γένος σφαιρικών βακτηρίων τής τάξης μικροκοκκώδη τα οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένα στη φύση και, συνήθως, δεν είναι παθογόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. micrococcus < micro (βλ. μικρ[ο] ) + coccus (< κόκκος). Η λ.… … Dictionary of Greek
ουρανογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρανογραφία («ουρανογραφικές μελέτες») 2. φρ. α) «ουρανογραφικές συντεταγμένες» σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, ανεξάρτητο από τον τόπο και τον χρόνο παρατήρησης, και, συνεπώς, κατάλληλο για τη σύνταξη … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
σεληνογραφικός — ή, ό, Ν 1. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεληνογραφία 2. φρ. α) «σεληνογραφικές συντεταγμένες» αστρον. σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων, χρησιμοποιούμενων στη σεληνογραφία, κατά το οποίο ο ισημερινός τής Σελήνης αποτελεί τον βασικό… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
στρεπτόκοκκος — Σφαιρικοί ή ωοειδείς κόκκοι μεγέθους 0,7 1 μ. Οι σ. είναι μικρόβια πολύ διαδομένα στο περιβάλλον. Άλλοι ζουν ελεύθερα στη φύση όπως στο γάλα, σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης και άλλοι παρασιτούν στο στόμα, τις αναπνευστικές οδούς ή το έντερο του… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek